- δημητριακός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αρχαία θεά Δήμητρα.2. δημητριακοί καρποί ή, ως ουσ., δημητριακά, τα τα φυτά και οι σπόροι ορισμένων φυτών, τα οποία χρησιμοποιούνται ως τροφή: Τα δημητριακά με γάλα έχουν γίνει πολύ δημοφιλές πρωινό γεύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.