δημητριακός

δημητριακός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αρχαία θεά Δήμητρα.
2. δημητριακοί καρποί ή, ως ουσ., δημητριακά, τα τα φυτά και οι σπόροι ορισμένων φυτών, τα οποία χρησιμοποιούνται ως τροφή: Τα δημητριακά με γάλα έχουν γίνει πολύ δημοφιλές πρωινό γεύμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δημητριακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακῶν — Δημητριακός of fem gen pl Δημητριακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακόν — Δημητριακός of masc acc sg Δημητριακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακοῖς — Δημητριακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακοί — Δημητριακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακοῦ — Δημητριακός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακούς — Δημητριακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακῆς — Δημητριακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακή — Δημητριακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητριακήν — Δημητριακός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”